τετρααιθυλικός

τετρααιθυλικός
-ή, -ό, Ν
τετρααιθυλιούχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βενζίνη — Καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων προερχόμενο από το πετρέλαιο ή παραγόμενο συνθετικά. Η σύνθεση της β. ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής της, έτσι ώστε να έχουμε διαφορετικές β. Γενικά, με τον όρο αυτό εννοούνται υγρά μείγματα… …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • τετρααιθυλιούχος — α, ο, Ν φρ. «τετρααιθυλιούχος μόλυβδος» χημ. οργανομεταλλική ένωση τού μολύβδου, βαρύ άχρωμο πολύ πτητικό υγρό που ζέει στους 200°C περίπου, παρασκευάζεται με επίδραση χλωρο αιθανίου σε κονιοποιημένο κράμα μολύβδου και νατρίου και χρησιμοποιείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”